ἰτείνῃσι

ἰτείνῃσι
ἰ̱τεΐνῃσι , ἰτέινος
of willow
fem dat pl (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ιτέινος — ἰτέινος, εΐνη, ον (Α) αυτός που προέρχεται ή είναι κατασκευασμένος από ξύλο ή κλάδους ιτιάς («ῥάβδοισι ἰτεΐνησι», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰτέα + επίθημα ινος (πρβλ. δρύ ινος, ξυλ ινος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”